BLOG | Λοιμώξεις

Λοιμώξεις αναπνευστικού: πού οφείλονται και πώς γίνεται η επιλογή του αντιβιοτικού

Παντελίδου Ηλιάνα- Παθολόγος Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος αποτελούν ιδιαίτερα συχνές παθήσεις που προσβάλλουν άτομα κάθε ηλικίας και εμφανίζουν έξαρση κατά τους χειμερινούς μήνες. Διαχωρίζονται…

Παντελίδου Ηλιάνα- Παθολόγος

Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος αποτελούν ιδιαίτερα συχνές παθήσεις που προσβάλλουν άτομα κάθε ηλικίας και εμφανίζουν έξαρση κατά τους χειμερινούς μήνες. Διαχωρίζονται αδρά σε λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, που περιλαμβάνουν την ρινοφαρυγγίτιδα, την αμυγδαλίτιδα, τη λαρυγγίτιδα και την παραρρινοκολπίτιδα και σε λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού, που περιλαμβάνουν την πνευμονία και τη βρογχίτιδα. Οι παθήσεις αυτές προκαλούνται από πληθώρα ιών και βακτηρίων και στις περισσότερες περιπτώσεις το υπεύθυνο μικρόβιο δεν μπορεί να απομονωθεί. Η εποχική διακύμανση της συχνότητας τους οφείλεται στον αυξημένο συγχρωτισμό κατά την χειμερινή περίοδο, με αποτέλεσμα αύξηση της μεταδοτικότητας των μικροβιακών παραγόντων και δεν σχετίζεται άμεσα με τις χαμηλές θερμοκρασίες.1

Λοιμώξεις ανώτερου αναπνευστικού

Οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού είναι γενικά χαμηλής νοσηρότητας. Η οξεία ρινοφαρυγγίτιδα ή κοινό κρυολόγημα αποτελεί ιογενή λοίμωξη της μύτης και του φάρυγγα που προκαλείται από πληθώρα ιών, όπως ρινοϊοί, κορονοϊοι, ιός της γρίπης κ.ά. και είναι εξαιρετική μεταδοτική. Προκαλεί καταρροή και συμφόρηση, φαρυγγαλγία, καταβολή, μυαλγίες, βήχα και πυρετό. Είναι η συχνότερη οξεία νόσος στον ανεπτυγμένο κόσμο: υπολογίζεται ότι κατά μέσο όρο ένας υγιής ενήλικας νοσεί 2-3 φορές ετησίως. Είναι αυτοϊώμενη νόσος, δηλαδή δεν χρήζει θεραπείας με αντιβιοτικά. Συνήθως δίνεται στον ασθενή αγωγή για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, όπως αναλγητικά-αντιπυρετικά και αποσυμφορητικά ρινικά σπρέι. Κύριος τρόπος προφύλαξης είναι η τήρηση των γενικών κανόνων υγιεινής, το πλύσιμο των χεριών και ο περιορισμός των πασχόντων.1

Η οξεία φαρυγγοαμυγδαλίτιδα είναι συχνότερη σε παιδιά και νέους ενήλικες. Εκδηλώνεται με έντονο πόνο και δυσκολία κατά την κατάποση, πυρετό, διόγκωση των λεμφαδένων του τραχήλου, διόγκωση των αμυγδαλών και ενίοτε εμφάνιση λευκών στιγμάτων στην επιφάνεια τους. Σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% οφείλεται σε ιούς και δεν χρήζει θεραπείας με αντιβιοτικά. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις υπεύθυνα είναι βακτήρια, με συνηθέστερο τον στρεπτόκοκκο (15%). Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται θεραπεία με αντιβιοτικά, κυρίως προκειμένου να αποφευχθούν επιπλοκές όπως επέκταση της λοίμωξης στο αφτί και τα παραρρίνια ή δημιουργία περιαμυγδαλικού αποστήματος. Η στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα αποτελεί, επίσης, αίτιο ρευματικού πυρετού στα παιδιά, μιας σοβαρής νόσου που προσβάλλει μεταξύ άλλων τις βαλβίδες της καρδιάς. Για το λόγο αυτό, η έγκαιρη θεραπεία με το κατάλληλο αντιβιοτικό είναι απαραίτητη. Στους ενήλικες, ο κίνδυνος ανάπτυξης ρευματικού πυρετού είναι εξαιρετικά χαμηλός. Ο διαχωρισμός της ιογενούς φαρυγγοαμυγδαλίτιδας από την στρεπτοκοκκική γίνεται κυρίως με κλινικά κριτήρια: ο υψηλός πυρετός, το λευκό επίχρισμα (εξίδρωμα) των αμυγδαλών, η απουσία βήχα και καταρροής συνηγορούν υπέρ στρεπτοκοκκικής αμυγδαλίτιδας. Στους ασθενείς αυτούς η παρουσία του στρεπτοκόκκου στο φάρυγγα μπορεί να επιβεβαιωθεί με την ανίχνευση του ειδικού αντιγόνου με Strep-test. Αντίθετα, η καλλιέργεια φαρυγγικού επιχρίσματος και η μέτρηση αντισωμάτων ASTO στο αίμα δεν βοηθούν. Είναι επίσης σημαντικό η αντιβιοτική αγωγή να δοθεί για 10 ημέρες προκειμένου να επιτευχθεί εκρίζωση του στρεπτόκοκκου και αποφυγή μετάδοσης σε ευπαθείς ομάδες. Σε περιπτώσεις πολλαπλών υποτροπών ή επί υποψίας περιαμυγδαλικού αποστήματος δίνονται λινκοσαμίδες ή πενικιλλίνες με αναστολείς β-λακταμασών σε υψηλές δόσεις, ενώ μπορεί να απαιτηθεί και χειρουργική παρέμβαση. Γενικά, δεν συνιστάται να γίνεται αμυγδαλεκτομή για την μείωση των υποτροπών.2

Σπανιότερα, ορισμένοι ιοί (Ebstein-Barr και κυτταρομεγαλοϊός) μπορούν να προκαλέσουν πυώδη αμυγδαλίτιδα στα πλαίσια λοιμώδους μονοπυρήνωσης σε νέους, κυρίως, ασθενείς. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ενδείκνυται η θεραπεία με αντιβιοτικά. Η νόσος συνήθως αυτοϊάται, μπορεί όμως να προκαλέσει παρατεταμένο πυρετό, έντονη κακουχία και αύξηση των διαστάσεων του σπληνός. Συνιστάται ανάπαυση, καλή ενυδάτωση και αναλγητικά, ενώ σπάνια μπορεί να χρειαστεί ο ασθενής να εισαχθεί στο νοσοκομείο λόγω πολύ υψηλού πυρετού ή αδυναμίας κατάποσης.3

Πολύ σπάνια η φαρυγγοαμυγδαλίτιδα που οφείλεται σε αναερόβιους μικροοργανισμούς (σύνδρομο Lemierre) μπορεί να επεκταθεί στους εν τω βάθει ιστούς της βάσης του στόματος και του τραχήλου δημιουργώντας μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση που χρήζει άμεσης εισαγωγής στο νoσοκομείο.2

Η οξεία λαρυγγίτιδα αποτελεί λοίμωξη του λάρυγγα και των φωνητικών χορδών που οφείλεται σχεδόν πάντα σε ιούς και είναι συχνότερη στα παιδιά. Προκαλεί χαρακτηριστικό υλακώδη ήχα (δηλαδή σαν γαύγισμα σκύλου) και βράχνιασμα που μπορεί να φτάσει έως πλήρους αφωνίας. Σπανιότερα μπορεί να προκαλέσει δύσπνοια και εισπνευστικό συριγμό, δηλαδή ήχο σφυρίγματος κατά την εισπνοή. Η θεραπεία περιλαμβάνει εισπνοή υδρατμών για ανακούφιση του βήχα και ενίοτε κορτικοειδή, ενώ αντιβιοτικά γενικά δεν χορηγούνται.

Η οξεία παραρρινοκολπίτιδα (ιγμορίτιδα) εμφανίζεται συνήθως ως επιπλοκή της ρινοφαρυγγίτιδας και αφορά την επέκταση της λοίμωξης στους παραρρίνιους κόλπους, δηλαδή σε κοιλότητες αέρα που βρίσκονται εντός των οστών του προσώπου. Προκαλεί συμφόρηση και καταρροή, κεφαλαλγία, πυρετό, πόνο και ευαισθησία στο πρόσωπο και την άνω γνάθο. Η απόφαση για τη χορήγηση αντιβιοτικού εξαρτάται από την ένταση και τη διάρκεια των συμπτωμάτων. Γενικά, ήπιες περιπτώσεις παραρρινοκολπίτιδας που διαρκούν λίγες ημέρες είναι συνήθως ιογενείς και δεν χρήζουν θεραπείας με αντιβιοτικά. Αντίθετα επί έντονου πόνου, οιδήματος στο πρόσωπο, υψηλού πυρετού ή εάν τα συμπτώματα διαρκούν περισσότερο από μια εβδομάδα τα αντιβιοτικά είναι απαραίτητα, καθώς στις περιπτώσεις αυτές ενέχονται βακτήρια όπως στρεπτόκοκκοι, αιμόφιλος, σταφυλόκοκκοι κ.ά.  Σπάνια μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο και χορήγηση ενδοφλεβίων αντιβιοτικών ή χειρουργική παροχέτευση. Σπάνια επιπλοκή της οξείας βαριάς παραρρινοκολπίτιδας αποτελεί η επέκταση της λοίμωξης δια των οστών του κρανίου στις μήνιγγες του εγκεφάλου (μηνιγγίτιδα).2,3

Σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν πολλές εβδομάδες ή και μήνες (χρόνια παραρρινοκολπίτιδα) ή να υποτροπιάζουν συχνά (οξεία υποτροπιάζουσα ρινοκολπίτιδα). Στις περιπτώσεις αυτές, η θεραπεία είναι δύσκολη και πρέπει να περιλαμβάνει παροχέτευση των ιγμορείων με βελόνα από ωτορινολαρυγγολόγο και λήψη καλλιεργειών σε συνδυασμό με αντιβιοτικά που επιλέγονται βάσει αυτών και χορηγούνται τουλάχιστον επί τριμήνου.3

Λοιμώξεις κατώτερου αναπνευστικού

Η πνευμονία αποτελεί σοβαρή λοίμωξη των πνευμόνων που εκδηλώνεται με πυρετό, βήχα, καταβολή, ανορεξία, δύσπνοια και θωρακαλγία. Πληθώρα ιών και βακτηρίων μπορούν να προκαλέσουν πνευμονία με συνηθέστερο τον πνευμονιόκοκκο. Άλλα κοινά μικρόβια είναι ο αιμόφιλος, η λεγιονέλλα, ο σταφυλόκκος, το μυκόπλασμα, τα χλαμύδια, ο ιός της γρίπης κ.α. Παρότι μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα κάθε ηλικίας, είναι συχνότερη σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας με υποκείμενα χρόνια νοσήματα. Η διάγνωση της πνευμονίας γίνεται συνήθως με την κλινική εξέταση από τον ιατρό, καθώς προκαλεί χαρακτηριστικά ακροαστικά ευρήματα και επιβεβαιώνεται με την ακτινογραφία θώρακος. Ορισμένες φορές τα συμπτώματα δεν είναι τυπικά, ιδίως σε νέους ή ηλικιωμένους ασθενείς, όπως για παράδειγμα απουσία πυρετού ή βήχα. Οι περιπτώσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως «άτυπη πνευμονία».4 Συχνά, ο ασθενής με πνευμονία χρήζει εισαγωγής στο νοσοκομείο και χορήγηση ενδοφλεβίων αντιβιοτικών και οξυγόνου. Κριτήρια για την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο είναι η ηλικία, η σοβαρή υποξυγοναιμία, υποκείμενα χρόνια νοσήματα, όπως ο Σακχαρώδης Διαβήτης, οι κακοήθειες,  η νεφρική ανεπάρκεια κ.ά. Ηπιότερες περιπτώσεις μπορεί να αντιμετωπιστούν στο σπίτι με ανάπαυση, καλή ενυδάτωση και συνδυασμό αντιβιοτικών από του στόματος.3

Σε αντίθεση με την πνευμονία, όπου η φλεγμονή εντοπίζεται στις πνευμονικές κυψελίδες, η οξεία βρογχίτιδα αποτελεί λοίμωξη των βρόγχων, των αεραγωγών, δηλαδή, του πνεύμονα. Η φλεγμονή των βρόγχων προκαλεί βήχα, αυξημένες εκκρίσεις (φλέματα), δύσπνοια ή συριγμό, δηλαδή ήχο σφυρίγματος κατά την εκπνοή και ενίοτε πυρετό. Η οξεία βρογχίτιδα είναι κατά κανόνα ιογενής και συχνά συνυπάρχει με οξεία ρινοφαρυγγίτιδα. Δεν απαιτεί γενικά θεραπεία με αντιβιοτικά, εκτός από ειδικές περιπτώσεις όπως σε καπνιστές με χρόνια βρογχίτιδα ή όταν τα συμπτώματα είναι έντονα και παρατείνονται χρονικά. Η επιλογή του αντιβιοτικού γίνεται ανάλογα με τη βαρύτητα και την υποκείμενη νόσο. Η αγωγή περιλαμβάνει βλεννολυτικά (αποχρεμπτικά) και εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά. 4

Πηγές Αναφοράς

  1. Heikkinen, T, Jarvinen, A.The common cold. Lancet 2003;361:51
  2. Woodhead M, et al. Guidelines for the management of adult lower respiratory tract infections – Full version. Clin Microbiol Infect 2011; 17(Suppl. 6):E1 E59
  3. Κατευθυντήριες οδηγίες για τη διάγνωση και την εμπειρική θεραπεία των λοιμώξεων. ΚΕΕΛΠΝΟ 2016.
  4. Οι λοιμώξεις στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και η θεραπεία τους. ΕΟΦ 2014.