Όρος |
Ερμηνεία |
αγγειοεγκεφαλική νόσος |
γενικός όρος για δυσλειτουργία του εγκεφάλου που προκαλείται από κάποια ανωμαλία στην αιμάτωση του εγκεφάλου. |
αθηροσκλήρυνση |
νόσος των μεγαλύτερων αιμοφόρων αγγείων, κατά την οποία συσσωρεύονται εναποθέσεις πλάκας, οι οποίες αποτελούνται από χοληστερόλη και άλλα υλικά και μπορούν να οδηγήσουν σε απόφραξη. |
αθηρωγόνος |
που μπορεί να αυξάνει ή να επιταχύνει τη διαδικασία σχηματισμού αθηρωμάτωσης. |
αιμοσφαιρίνη A1C |
μόριο πρωτεΐνης που περιέχει σίδηρο. ευρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια |
α-κύτταρο |
κύτταρο των νησιδίων του παγκρέατος που εκκρίνει γλυκαγόνη. |
αμινοξέα |
κατηγορία οργανικών ενώσεων που περιέχουν την αμινομάδα (NH2) και την καρβοξυλομάδα (COOH). Αποτελούν τα κύρια συστατικά των πρωτεϊνών. |
αμυλίνη |
ορμόνη που παράγεται από τα β-κύτταρα του παγκρέατος, η οποία συμπληρώνει την επίδραση της ινσουλίνης στη μείωση της γλυκόζης. Η αμυλίνη εκκρίνεται μαζί με την ινσουλίνη. |
αμφιβληστροειδοπάθεια |
νόσος του αμφιβληστροειδή (ο εσώτερος από τους τρεις χιτώνες του ματιού). |
αναβολισμός |
η διαδικασία της μετατροπής απλούστερων ουσιών σε πιο σύνθετες ενώσεις, που συνήθως συνεπάγεται τη χρήση ενέργειας. |
αναγωγάση αλδόζης |
ένζυμο που ενεργοποιείται όταν οι ενδοκυττάριες συγκεντρώσεις γλυκόζης αυξηθούν σε υπεργλυκαιμικά επίπεδα. Το ένζυμο αυτό μετατρέπει τη γλυκόζη σε σορβιτόλη. |
αναστολέας μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης |
Σκευάσματα που ανήκει σε μια ομάδα αντιυπερτασικών φαρμάκων (όπως η καπτοπρίλη) που χαλαρώνουν τις αρτηρίες και προάγουν τη νεφρική απέκκριση άλατος και νερού αναστέλλοντας τη δράση του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης. |
αντιγόνο |
οποιαδήποτε ουσία που αναγνωρίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα και επάγει κάποια ανοσοαντίδραση υποκινώντας την παραγωγή αντισωμάτων. |
αντιγόνο ανθρώπινων λευκοκυττάρων (HLA) |
οποιαδήποτε ουσία που αναγνωρίζεται από το ανοσοποιητικό και επάγει κάποια ανοσοαντίδραση υποκινώντας την παραγωγή αντισωμάτων. |
αντίσταση στην ινσουλίνη ή ινσουλινοαντοχή |
κατάσταση κατά την οποία τα κύτταρα-στόχοι έχουν μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη, παρότι τα επίπεδα των ινσουλινών στην κυκλοφορία μπορεί να είναι αυξημένα. |
αντίσωμα |
προστατευτική πρωτεΐνη που στρέφεται εναντίον συγκεκριμένου αντιγόνου. Τα αυτοαντισώματα είναι αντισώματα που στρέφονται εναντίον ιστών του ίδιου του οργανισμού. |
ατονία |
έλλειψη μυϊκού τόνου. |
αυτοάνοσος |
ανοσοαντίδραση που στρέφεται ενάντια στους ιστούς του ίδιου του οργανισμού. |
αυτόνομη νευροπάθεια |
κατάσταση που χαρακτηρίζεται από βλάβη στα νεύρα του αυτόνομου νευρικού συστήματος, τα οποία νευρώνουν τα εσωτερικά όργανα. Το αυτόνομο νευρικό σύστημα αναφέρεται και ως το ακούσιο νευρικό σύστημα. |
Β λεμφοκύτταρο |
λεμφοειδή κύτταρα που εμπλέκονται στη χυμική ανοσία. Έχουν μικρή διάρκεια ζωής και μοιάζουν με τα λεμφοκύτταρα των πουλιών όσον αφορά την παραγωγή ανοσοσφαιρίνης με την κατάλληλη διέγερσή τους. |
βασική |
αναφορικά με την ινσουλίνη, σημαίνει τη σταδιακή και μάλλον σταθερή απελευθέρωση ινσουλίνης, ειδικότερα μεταξύ των γευμάτων. |
β-κύτταρο |
κύτταρο των νησιδίων του παγκρέατος που εκκρίνει ινσουλίνη. |
γάγγραινα |
θάνατος ιστού, κατά κανόνα σημαντικού μεγέθους, που σχετίζεται συνήθως με την απώλεια της αγγείωσης, και ακολουθείται από εισβολή βακτηρίων και αποσύνθεση. |
γαλακτική οξέωση |
μεταβολική οξέωση που εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα του πλεονάσματος γαλακτικού οξέος εξαιτίας καταστάσεων που προκαλούν μείωση των επιπέδων οξυγόνου στον οργανισμό. |
γαστροπάρεση |
μερική παράλυση του στομάχου, η οποία δυσχεραίνει την κένωσή του. |
γλυκαγόνη |
ορμόνη που εκκρίνεται από τα α-κύτταρα του παγκρέατος ως ανταπόκριση στη μείωση των επιπέδων γλυκόζης αίματος. Η γλυκαγόνη διεγείρει τη σύνθεση και απελευθέρωση της γλυκόζης στο αίμα από το ήπαρ. Επομένως η δράση της είναι αντίθετη από εκείνη της ινσουλίνης. |
γλυκαιμικός δείκτης |
διαβάθμιση της αύξησης της γλυκόζης ορού που προκαλείται από τις διάφορες τροφές. |
γλυκογόνο |
ένας σύνθετος υδρογονάνθρακας που βρίσκεται κυρίως στο ήπαρ και τους σκελετικούς μυς. Είναι η κυριότερη μορφή αποθήκευσης της γλυκόζης και μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε γλυκόζη. |
γλυκογονογένεση |
ο σχηματισμός γλυκογόνου από την τροφή. |
γλυκογονόλυση |
η διάσπαση του γλυκογόνου από τα ένζυμα σε μόρια γλυκόζης. |
γλυκόζη |
μονοσακχαρίδιο που ανήκει στους υδατάνθρακες. Η γλυκόζη είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των υδατανθράκων και αποτελεί τη βασική πηγή ενέργειας για τους ζωντανούς οργανισμούς. Η χρησιμοποίησή της ελέγχεται από την ινσουλίνη. |
γλυκοζουρία |
η παρουσία γλυκόζης στα ούρα, και ειδικότερα η απέκκριση αφύσικα μεγάλης ποσότητας σακχάρου (γλυκόζης) στα ούρα (δηλ., πάνω από 1 g σε 24 ώρες). |
γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη |
αιμοσφαιρίνη η οποία έχει συνδεθεί με μόρια γλυκόζης. |
γλυκοζυλίωση |
μη ενζυμική προσκόλληση γλυκόζης σε πρωτεΐνες. Ο σχηματισμός τελικών προϊόντων προχωρημένης γλυκοζυλίωσης μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα κύτταρα διαταράσσοντας τη λειτουργία πολλών πρωτεϊνών. |
γλυκοζυλίωση |
η διαδικασία προσθήκης μονάδων σακχάρου όπως κατά την προσθήκη αλυσίδων από γλυκάνες σε πρωτεΐνες. |
γλυκονεογένεση |
σύνθεση γλυκόζης από μη υδατανθρακικούς προδρόμους, όπως πυροσταφυλικό, αμινοξέα και γλυκερόλη. Η γλυκονεογένεση γίνεται κυρίως στο ήπαρ και σκοπό έχει τη διατήρηση της γλυκόζης αίματος υπό συνθήκες μεγάλης πείνας ή έντονης άσκησης. |
δ-κύτταρο |
κύτταρο των νησιδίων του παγκρέατος που εκκρίνει σωματοστατίνη. |
δυσλιπιδαιμία |
κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογικές συγκεντρώσεις λιπιδίων ή λιποπρωτεϊνών στο αίμα. |
δωδεκαδάκτυλο |
το πρώτο και εγγύτερο τμήμα του λεπτού εντέρου. |
ειλεός |
το τελευταίο τμήμα του λεπτού εντέρου που οδηγεί στο παχύ έντερο. |
ενδογενής |
που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό ή προέρχεται από αυτόν. |
ενδοκρινής |
που αφορά τις εσωτερικές ορμονικές εκκρίσεις ενός αδένα χωρίς πόρους, διοχετεύει το παραγόμενο υλικό απ’ ευθείας στο αίμα |
ένζυμο |
πρωτεΐνη που δρα ως καταλύτης ώστε να επιφέρει χημικές μεταβολές σε άλλες ουσίες χωρίς να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί η ίδια. |
επιπολασμός |
το ποσοστό του πληθυσμού που έχει προσβληθεί από μια συγκεκριμένη νόσο σε δεδομένο χρονικό σημείο. |
επίπτωση |
η σχετική συχνότητα με την οποία εκδηλώνεται ένα συμβάν ή μια πράξη. |
ευγλυκαιμία |
συγκεντρώσεις της γλυκόζης αίματος που βρίσκονται εντός των φυσιολογικών ορίων. |
θειαζολιδινεδιόνες |
κατηγορία αντιυπεργλυκαιμικών παραγόντων, που μειώνουν την περιφερική αντίσταση στην ινσουλίνη, μειώνουν τα μεταγευματικά κατόπιν νηστείας επίπεδα της γλυκόζης πλάσματος και βελτιώνουν την ανοχή της γλυκόζης. |
ινκρετίνη |
ουσία που απελευθερώνεται από το έντερο ως ανταπόκριση στην τροφή, η οποία αυξάνει την υποκινούμενη από τη γλυκόζη ινσουλινοέκκριση από τα β-κύτταρα του παγκρέατος. |
ινσουλίνη |
ορμόνη που εκκρίνεται από τα β-κύτταρα του παγκρέατος όταν αυξηθούν τα επίπεδα της γλυκόζης αίματος. Προκαλεί την πρόσληψη γλυκόζης στα κύτταρα από το αίμα, επομένως, η δράση της είναι αντίθετη από εκείνη της γλυκαγόνης. |
ισχαιμία |
περιορισμός της ροής αίματος, άρα και του οξυγόνου, προς τους ιστούς, η οποία οφείλεται σε λειτουργική στένωση ή πραγματική απόφραξη αιμοφόρου αγγείου. |
καρδιαγγειακή νόσος |
νόσος της καρδιάς ή των αιμοφόρων αγγείων. |
καταβολισμός |
οποιαδήποτε καταστρεπτική μεταβολική διεργασία μέσω της οποίας οι οργανισμοί μετατρέπουν τις διάφορες ουσίες σε απεκκρινόμενες ενώσεις. |
κετοξέωση |
συσσώρευση κετονικών σωμάτων στο αίμα, των οποίων ο ατελής μεταβολισμός μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολική οξέωση. |
λιπίδιο |
μία ένωση από την ομάδα των μη υδατοδιαλυτών ενώσεων που περιλαμβάνει τα λίπη, φωσφολιπίδια και στεροειδή. |
λιπώδης ιστός |
συνδετικός ιστός που έχει ειδικευτεί στην αποθήκευση λίπους. |
μακροαγγειακές επιπλοκές |
παθολογικές μεταβολές στα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία, που μπορούν να οδηγήσουν σε καρδιακό και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Οι συχνότερες μακροαγγειακές επιπλοκές που σχετίζονται με το διαβήτη είναι στεφανιαία νόσος, περιφερική αγγειοπάθεια και αγγειοεγκεφαλική νόσος. |
μακροφάγο |
μεγάλο κύτταρο που εγκολπώνεται και φαγοκυτταρώνει κυτταρικά υπολείμματα και εισβολείς μικροοργανισμούς. Κάποια είναι σταθερά, άλλα κυκλοφορούν στον οργανισμό. |
μικροαγγειακές επιπλοκές |
πρόκειται για προβλήματα στη λειτουργία των αγγείων του αμφιβληστροειδή, των νεύρων ή των νεφρών. |
μικρολευκωματινουρία |
παρουσία μικρής ποσότητας πρωτεΐνης στα ούρα. |
νεοαγγείωση |
σχηματισμός νέων αιμοφόρων αγγείων σε ιστό που κανονικά δεν περιέχει αγγεία. |
νευροπάθεια |
διαταραχή που προσβάλλει τα νεύρα των κάτω άκρων. Μπορεί να είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπεργλυκαιμίας. |
νεφροπάθεια |
οποιαδήποτε πάθηση των νεφρών. |
νεφροπάθεια τελικού σταδίου |
βαριά νεφροπάθεια που απαιτεί αιμοκάθαρση ή μεταμόσχευση νεφρού. |
νησίδια του παγκρέατος |
“νησίδια” που σχηματίζονται από ομάδες ενδοκρινών κυττάρων διασκορπισμένων σε όλο τον εξωκρινή ιστό του παγκρέατος. Είναι επίσης γνωστά και ως νησίδια του Langerhans. |
νήστιδα |
το τμήμα του λεπτού εντέρου που εκτείνεται από το δωδεκαδάκτυλο στον ειλεό. |
οδός των ελεύθερων ριζών οξυγόνου |
Θεωρία κατά την οποία η υπεργλυκαιμία μπορεί να αυξήσει το οξειδωτικό στρες (σχηματισμός ελεύθερων ριζών όταν το οξυγόνο αντιδρά με ορισμένα μόρια που μπορούν να αλληλεπιδράσουν με κυτταρικά συστατικά όπως το DNA ή η κυτταρική μεμβράνη, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει κακή λειτουργία ή και θάνατο των κυττάρων). |
ομοιάζον με γλυκαγόνη πεπτίδιο-1 (GLP-1) |
πεπτιδική ορμόνη 30 αμινοξέων που καταστέλλει τη μεταγευματική έκκριση γλυκαγόνης, επιβραδύνει το ρυθμό της γαστρικής κένωσης, ελέγχει την πρόσληψη τροφής και υποκινεί την έκκριση ινσουλίνης. |
ομοιόσταση |
η τάση προς σταθερότητα κατά τη φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού. |
οξέωση |
μεταβολική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης ιόντων υδρογόνου, που συμβαίνει όταν ο οργανισμός δεν είναι πλέον σε θέση να ρυθμίσει τα ιόντα ελεύθερου υδρογόνου στο αίμα, και οφείλεται είτε στη συσσώρευση οξέων ή στην εξάντληση των αλκαλικών αποθεμάτων (διττανθρακικά) στο αίμα και τους ιστούς. Αυτό συνήθως προκαλεί πτώση του pH του αίματος (που γίνεται πιο όξινο). |
ορμόνη |
ρυθμιστική ουσία που σχηματίζεται σε έναν ιστό και εκκρίνεται στον εξωκυτττάριο ιστό. Οι ορμόνες μεταφέρονται στη συνέχεια μέσω του αίματος ή της λέμφου στα όργανα στόχους, όπου θα ασκήσουν τις επιδράσεις τους. |
πεπτίδια |
ενώσεις που αποτελούνται από δύο ή περισσότερα αμινοξέα ενωμένα σε μία αλυσίδα. Τα μεγαλύτερα πεπτίδια (συνήθως > 100 αμινοξέα) κατατάσσονται στις πρωτεΐνες. |
περιφερική αγγειοπάθεια |
οποιαδήποτε νόσος των αιμοφόρων αγγείων, εκτός από εκείνα της καρδιάς και του εγκεφάλου. |
περιφερική νευροπάθεια |
δυσλειτουργία του περιφερικού νευρικού συστήματος (βλ. νευροπάθεια). |
πολυδιψία |
αυξημένη δίψα και αντισταθμιστική λήψη νερού. |
πολυουρία |
υπερβολική αποβολή ούρων. |
πολυπεπτιδική ορμόνη του παγκρέατος |
ορμόνη που εκκρίνεται από τα πολυπεπτιδικά κύτταρα της ενδοκρινούς μοίρας του παγκρέατος. Δεν είναι γνωστή η ακριβής φυσιολογική της λειτουργία, αλλά μπορεί να επηρεάζει τη γαστρεντερική λειτουργία μέσω της ρύθμισης της απορρόφησης τροφής. |
πολυφαγία |
υπερβολική λήψη τροφής. |
πρωτεΐνη |
το βασικό μακρομοριακό συστατικό των κυττάρων. Οι πρωτεΐνες αποτελούνται από μακριές αλυσίδες αμινοξέων, που συνδέονται με πεπτιδικούς δεσμούς σε καθορισμένη αλληλουχία. |
πρωτεϊνική κινάση C |
οικογένεια ενζύμων που περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 μέλη, που εκφράζονται σε διαφορετικά επίπεδα ανάμεσα στους διάφορους τύπους κυττάρων. Η PKC είναι σημαντικό μόριο της ενδοκυτταρικής επικοινωνίας, που ρυθμίζει πολλές αγγειακές λειτουργίες. Θεωρείται ότι η υπεργλυκαιμία ενεργοποιεί τελικά την PKC, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει αγγειακή βλάβη. |
σπειράματα |
τριχοειδή αγγεία που διηθούν το αίμα μέσα από το νεφρό. |
στατίνες |
Σκευάσματα φαρμακευτικά που ελαττώνουν τη χοληστερόλη. |
στεροειδές |
καθεμία από τις πολυάριθμες φυσικές ή συνθετικές ενώσεις που περιέχουν ένα σύστημα 4 δακτυλίων με 17 άνθρακες και περιλαμβάνουν τις στερόλες και διάφορες ορμόνες και γλυκοσίδες |
στεφανιαία νόσος |
κατάσταση στένωσης ή απόφραξης των αρτηριών που αιματώνουν την καρδιά λόγω της συσσώρευσης μιας λιπώδους ουσίας που ονομάζεται πλάκα. |
σύνθετος υδατάνθρακας |
ομάδα ενώσεων που συνήθως περιέχουν μόρια όπως η σακχαρόζη και η γλυκόζη. |
σωματοστατίνη |
ορμόνη που απελευθερώνεται από τον υποθάλαμο στον εγκέφαλο και το πάγκρεας, η οποία αναστέλλει την απελευθέρωση σωματοτροπίνης, ινσουλίνης, γλυκαγόνης & γαστρίνης. |
Τ λεμφοκύτταρο |
ο βασικός ρυθμιστής της κυτταρικής ανοσίας. |
ταχυκαρδία |
αυξημένη καρδιακή συχνότητα (καρδιακή συχνότητα μεγαλύτερη από 100 παλμούς ανά λεπτό). |
τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP) |
μόριο υψηλής ενέργειας που εμπλέκεται στο μεταβολισμό, και ειδικότερα στην αποθήκευση ενέργειας. |
υδατάνθρακας |
ομάδα ενώσεων, που έχουν τον χαρακτηριστικό τύπο Cn(H2O)n. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει απλές γλυκόζες, άμυλο, γλυκογόνο και κυτταρίνες. |
υπεργλυκαιμία |
συγκέντρωση γλυκόζης αίματος πάνω από το φυσιολογικό εύρος τιμών. |
υπερινσουλιναιμία |
υψηλά επίπεδα ινσουλίνης. |
υπερλιπιδαιμία |
γενικός όρος για τις αυξημένες συγκεντρώσεις οποιουδήποτε ή όλων των λιπιδίων στο πλάσμα, όπως της χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων και των λιποπρωτεϊνών. |
υπέρταση |
υψηλή πίεση του αίματος. |
υπογλυκαιμία |
επίπεδα γλυκόζης αίματος κάτω από 50 mg/dL με συμπτώματα όπως εφίδρωση, σύγχυση, κόπωση, θαμπή όραση, απώλεια συνείδησης, κλπ. |
υπογλυκαιμικοί παράγοντες |
φάρμακα που μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα της γλυκόζης αίματος |
φιβράτες |
φάρμακα δομικά σχετικά με την κλοφιβράτη, που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της υπερχοληστερολαιμίας και της υπερτριγλυκεριδαιμίας. |